Σήμερα, Κυριακή 13 Μαρτίου 2011, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι όπου ζούσε, στη Θεσσαλονίκη που τόσο αγάπησε, ο Μανώλης Ρασούλης. Έφυγε από κοντά μας ένας φωτισμένος δημιουργός, ένας άνθρωπος που είχε αφιερωθεί στον ανθρωπισμό και την τέχνη.
Παθιασμένος από παιδί, από τότε που έπαιζε μπάλα στις αλάνες της Κρήτης, στα παιδικά του ΟΦΗ, αλλά και τότε που γνώρισε το Μάνο Λοΐζο και πέρασε, από το τραγούδι στο στίχο, έζησε το πάθος του ως την τελευταία στιγμή.
Είχα την μοναδική τύχη να τον γνωρίσω. Να τραγουδήσω μαζί του. Να φάω ψάρια στο ίδιο τραπέζι, στο σπίτι μου. Ψάρια που, τόσο του άρεζαν. Να πιω κρασί, γλυκό, να τσουγκρίσω το ποτήρι μου μαζί του, να του ευχηθώ για τη γιορτή, για τα γενέθλιά του, να μου αντευχηθεί κι αυτός.
Πάνω από όλα είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του. Ώρες, ατέλειωτες. Για την αγωνία του για όσα γίνονταν στη Μέση Ανατολή, όπου, κάθε χρόνο ταξίδευε, χωρίς φανφάρες και κόκκινα χαλιά. Μέρες ολόκληρες περνούσε, από τη μία και την άλλη πλευρά των συνόρων στη Γάζα, πιστεύοντας ακράδαντα ότι μόνον ο πολιτισμός θα μπορούσε να ενώσει Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους και να τους δώσει τη χαρά να ζήσουν μαζί, στο ίδιο κομμάτι γης.
Αλλά και για τις επισκέψεις του στην Τουρκία, τις σχέσεις του με Τούρκους δημιουργούς, πολύ πριν τα τουρκικά σίριαλ γίνουν μόδα.
Μίλησα και για την αγωνία του για το τσουνάμι της Ινδονησίας το 2009, για τους φόβους του ότι “τσουνάμια θα χτυπήσουν κι αλλού” και τον θυμήθηκα, καθώς έβλεπα τα κύματα να σαρώνουν την Ιαπωνία. “Θα τον πάρω ένα τηλέφωνο, να μιλήσουμε”, σκέφτηκα –αλλά δεν το ΄κανα. Λυπάμαι γι αυτό. Ίσως, αν…
Ο Μανώλης, όπως σημειώνει στο blog του, rasoulis.blogspot.com, γεννήθηκε 28 Σεπτεμβρίου 1945, στο Ηράκλειο Κρήτης. Εκεί τελείωσε και το σχολείο. Το 1963, στην Αθήνα, σπουδάζοντας σκηνοθεσία στη σχολή Σταυράκου, δούλευε παράλληλα και στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή. Στο Λονδίνο, πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Γυρνώντας στην Ελλάδα, εντάχθηκε στην λεγόμενη τραγουδοποιία. Έκτοτε βρίσκεται εκεί με αρκετή επιτυχία. Έχει γράψει άρθρα σε πολλές εφημερίδες κι έχει κάνει εκπομπές σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Τελευταία παρουσίαζε την εκπομπή «It´s all Greek to me» από τη ραδιοσυχνότητα της ΝΕΤ. Κρίθηκε… γαλάζιος συμβασιούχος και κόπηκε η σύμβασή του.
Στη Θεσσαλονίκη ανέβηκε το ‘90. Όπως γράφει ο ίδιος, στο βιβλίο (τσέπης) του, “Τι είδε ο Βουκεφάλας”, ο Αγγελάκας του πρότεινε να ανέβει να παίζει στο “Όνειρο”, γιατί.. δε χωρούσε πουθενά.
“Στην Κρήτη, άκουγα από μικρός Θεσσαλονίκη και Θεσσαλονίκη δεν έβλεπα”, γράφει στο ίδιο βιβλίο – ιστορικό της… ανόδου του- θυμίζοντας πώς, ο χρυσοχόος πατέρας του ερχόταν εδώ για την Έκθεση… Και θυμάται το Φεστιβάλ Τραγουδιού που άκουγε στο ραδιόφωνο … “Κι ήμασταν ακόμη μαθητές στο Ηράκλειο, όπου ακούγαμε από το ράδιο τα πάντα απ’ το Φεστιβάλ Τραγουδιού και μια χρονιά είχαμε ανάψει και ζούσαμε για το ποιος θα το πάρει, ανάμεσα στο Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκι κι είμασταν φανατίκ Θεοδωρακικοί”…
Μετά το Όνειρο, δούλεψε στο “Πλατώ” στη Χαριλάου “τόσο πολύ που γίναμε… Πλάτερς”, γράφει πάντα ο ίδιος. Κι από εκεί στη “Βάρδια”, στις συναυλίες σε όλη τη χώρα, με διάφορα σχήματα και διάφορους μουσικούς.
Τελευταία έγραψε το “Με τον Ομπάμα Αντάμα”, με τον Χρήστο Νικολόπουλο, φίλο του από τα παλιά: από το “Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει”.
Όποτε ξεκινούσε ένα πρόγραμμα, θυμάμαι, οι πρώτες αντιδράσεις στο πλήθος ήταν “μα κι αυτό δικό του είναι”;. Γιατί, αλήθεια, ο Μανώλης έχει γράψει απίστευτα μεγάλο αριθμό τραγουδιών. Μόνον το “Πότε Βούδας, πότε Κούδας” δεν έγραψε! Κι όμως, δικό του είναι. Πώς; Όλα αυτά, τα στιχάκια, ήταν λόγια του Μανώλη στις πρόζες του, στις μπουάτ που τραγουδούσε. Τα μάζεψε ο συνθέτης και… μαθηματικός Πέτρος Βαγιόπουλος, κι έκανε το τσιφτετέλι που χόρεψε όλη η Ελλάδα κι όλη η Υφήλιος.
Ο Μανώλης τραγούδησε στα “Νέγρικα” κι εκεί γνωρίστηκε με τον Μάνο Λοΐζο. Κι ο Λοΐζος του ζήτησε να γράψει τους στίχους για τα “Τραγούδια της Χαρούλας”. Κι έτσι άρχισε η ιστορία να ξετυλίγει το κουβάρι της. Έκανε την επανάσταση του λαΐκού με την “Εκδίκηση της Γυφτιάς” και συνέχισε ακάθεκτος.
Το καλύτερό του τραγούδι, για μένα, το “Ο Μέσα μου Γκεβάρα”, δυστυχώς έχει χρόνια να ακουστεί. Διαφωνίες του στιχουργού, με τον συνθέτη Παπαδόπουλο, από την Καβάλα, το κρατάνε στα συρτάρια. Ελπίζω τώρα, ο Παπαδόπουλος να δει τα πράγματα αλλιώς και να το ελευθερώσει το τραγούδι. Γιατί τα τραγούδια, όπως και τα πουλιά, δεν κάνει να ζουν φυλακισμένα…
Τελικά, ρε Μανώλη, “Όλα σε θυμίζουν”…
ΥΓ.
Ξημερώματα σήμερα είδα ένα όνειρο. Με κυνηγούσαν φίλοι, να μου δώσουν ένα φίδι κι εγώ δεν το ΄θελα, φώναζα, έσκουζα. Τελικά έφυγαν, χωρίς να μου το δώσουν, λέγοντας πως “θα το πάνε αλλού”…
Σχόλια
Τα σχόλια ελέγχονται πριν από τη δημοσίευση. Απαντάμε σε επώνυμα σχόλια. Διαγράφουμε υβριστικά σχόλια, που μπορεί να προκαλέσουν εισαγγελική παρέμβαση.
Με τη λέξη επαλήθευσης που ζητάμε, προσπαθούμε να αποφύγουμε τα spam και τυχόν ιούς, που θα βλάψουν και το δικό σας υπολογιστή.