Το αγόρι από τα ονειρα

Το χωριό Τόρε Μπέλα ήταν ένα ήσυχο μέρος. Τα νερά της θάλασσας έγλειφαν απαλά την ακτή, οι γλάροι πετούσαν πάνω από τα ψαροκάικα, και οι γέροι κάθονταν στην πλατεία πίνοντας εσπρέσο και ανταλλάσσοντας ιστορίες που είχαν ειπωθεί χίλιες φορές.

Ο Σαλβατόρε "Σάλε" Ρίτσι έφτασε εκεί πριν από δύο χρόνια. Είχε αγοράσει ένα μικρό σπίτι στην άκρη του χωριού, με θέα στη θάλασσα. Κανείς δεν ήξερε το παρελθόν του. Για τους ντόπιους, ήταν απλά ένας ξένος που ήρθε να βρει γαλήνη.  Όμως, οι νύχτες του δεν είχαν ησυχία.

Ξυπνούσε πάντα στις τρεις το πρωί. Ίδρωμένος, με βαριά αναπνοή. Εκείνο το αγόρι τον κοιτούσε ξανά στα όνειρά του. Δεν μιλούσε, δεν έδειχνε μίσος. Μόνο στεκόταν εκεί, μέσα στη βροχή.  Σηκώθηκε από το κρεβάτι, άναψε ένα τσιγάρο και βγήκε στη βεράντα. Ο νυχτερινός αέρας της Σικελίας είχε πάντα κάτι το στοιχειωτικό. Το μυαλό του πήγε πίσω, είκοσι χρόνια πριν.

Το όνομα του στόχου ήταν Λεονάρντο Φερρέτι. Ένας δημοσιογράφος που είχε σκάψει πολύ βαθιά στις υποθέσεις της Μαφίας. Ο Σαλβατόρε είχε λάβει την εντολή:

«Κάν’ τον να σωπάσει».

Ήταν ένα βροχερό βράδυ. Ο Φερρέτι γύρισε σπίτι αργά. Ο Σαλβατόρε τον περίμενε στο σκοτάδι. Όταν τον πυροβόλησε, το έκανε γρήγορα, χωρίς δισταγμό. Αλλά τότε άκουσε κάτι. Στη διπλανή κρεβατοκάμαρα, ένα παιδί έκλαιγε. Ο Σαλβατόρε δεν το είχε προσέξει. Δεν έπρεπε να ήταν εκεί. Το πρωτόκολλο έλεγε να μην υπάρχουν μάρτυρες. Όμως δεν το σκότωσε. Απλά έφυγε. Και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, το πρόσωπο αυτού του παιδιού τον στοίχειωνε κάθε βράδυ.  Μια μέρα, καθώς περπατούσε στα σοκάκια του χωριού, τον είδε. Ένα νεαρό αγόρι, περίπου 20 ετών, ίδιο με εκείνο που έβλεπε στον ύπνο του.

Ο Σαλβατόρε πάγωσε. Το αγόρι γέλασε με κάτι που του είπε ένας φίλος του, και μπήκε στο μικρό καφενείο της πλατείας. Ο Σαλβατόρε το ακολούθησε διακριτικά. Το αγόρι κάθισε σε μια γωνία και έβγαλε ένα βιβλίο. Στο εξώφυλλο, υπήρχε ένα όνομα: Λεονάρντο Φερρέτι.  Ο Σαλβατόρε ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Το αγόρι δεν ήταν απλά κάποιος περαστικός. Ήταν ο γιος του ανθρώπου που είχε σκοτώσει.  Και βρισκόταν εδώ, στην Τόρε Μπέλα.

Κεφάλαιο 2

Ο Σαλβατόρε άρχισε να τον παρακολουθεί διακριτικά. Έμαθε ότι το αγόρι λεγόταν Μάρκο Φερρέτι. Σπούδαζε δημοσιογραφία στο Παλέρμο, αλλά επέστρεφε στο χωριό κάθε καλοκαίρι. Ήταν έξυπνος, δυνατός, αλλά υπήρχε κάτι σκοτεινό στο βλέμμα του.  Μια μέρα, ο Μάρκο έγραψε κάτι στο σημειωματάριό του:
"Ο άντρας που σκότωσε τον πατέρα μου ακόμα ζει. Και θα τον βρω."

Ο Σαλβατόρε ήξερε ότι δεν είχε πια επιλογές.  Μπορούσε να φύγει. Να εξαφανιστεί, όπως είχε κάνει τόσες φορές.  Ή μπορούσε να μείνει. Να πει την αλήθεια. Να αφήσει τον Μάρκο να αποφασίσει αν θα τον συγχωρέσει ή θα τον σκοτώσει. Μια βραδιά, καθώς η θάλασσα έβγαζε μικρά κύματα στην ακτή, ο Σαλβατόρε κάθισε απέναντι από τον Μάρκο στο καφενείο.

«Ξέρεις ποιος είμαι;» ρώτησε.

Ο Μάρκο τον κοίταξε σιωπηλά.

«Όχι ακόμα,» απάντησε.

Ο Σαλβατόρε πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που φοβόταν πραγματικά.

«Ήρθε η ώρα να μάθεις,» είπε.

Και η ιστορία τους μόλις ξεκινούσε...

Ο Σαλβατόρε ανακάθισε στην ξύλινη καρέκλα του καφενείου. Τα δάχτυλά του έπαιζαν νευρικά με το φλιτζάνι του εσπρέσο. Ο Μάρκο, απέναντί του, τον κοιτούσε εξεταστικά, χωρίς να καταλαβαίνει ακόμα ποιος ήταν πραγματικά αυτός ο άντρας.

«Γιατί θέλεις να μάθεις ποιος σκότωσε τον πατέρα σου;» ρώτησε ο Σαλβατόρε, η φωνή του βραχνή, σχεδόν κουρασμένη.

Ο Μάρκο τον κοίταξε για λίγο σκεπτικός.

«Γιατί κάποιος του πήρε τη ζωή και κανείς δεν τον πλήρωσε γι’ αυτό,» είπε ήρεμα.

«Και τι θα κάνεις αν τον βρεις;»

Ο Μάρκο άφησε κάτω το σημειωματάριό του και χαμογέλασε ελαφρά.

«Θα του δώσω μια ευκαιρία να μου πει γιατί το έκανε. Και μετά, θα αποφασίσω.»

Ο Σαλβατόρε ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του. Ο νεαρός δεν ήταν απλώς ένας γιος που έψαχνε την αλήθεια—ήταν κάποιος που καταλάβαινε τη βαρύτητα των πράξεων, που είχε την ψυχραιμία να ακούσει πριν αποφασίσει.

«Εγώ...» ξεκίνησε να μιλάει, αλλά κόμπιασε. Μπορούσε πραγματικά να του πει την αλήθεια;

Ο Μάρκο έγειρε ελαφρώς προς τα εμπρός.

«Γιατί με ρωτάς όλα αυτά;»

Ο Σαλβατόρε χαμογέλασε πικρά.

«Ίσως επειδή ξέρω περισσότερα για τον θάνατο του πατέρα σου απ’ ό,τι νομίζεις.»

Το βλέμμα του Μάρκο σκοτείνιασε.  Εκείνο το βράδυ, ο Σαλβατόρε περπάτησε μόνος μέχρι το σπίτι του. Ένιωθε μια βαριά πίεση στο στήθος. Δεν ήταν φόβος—δεν φοβόταν τον θάνατο. Ήταν η πρώτη φορά που είχε την ευκαιρία να ομολογήσει, να κάνει κάτι σωστό.

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του και κοίταξε το πρόσωπό του. Οι ρυτίδες είχαν σκαλιστεί βαθιά στο δέρμα του, τα γκρίζα μαλλιά είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Πώς είχε φτάσει ως εδώ;

Θυμήθηκε το πρώτο του συμβόλαιο, όταν ήταν μόλις 18 χρονών. Ένας άντρας που είχε μιλήσει εκεί που δεν έπρεπε. Τον ακολούθησε σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι του Παλέρμο και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Τότε δεν είχε νιώσει τίποτα.  Μετά, το δεύτερο. Το τρίτο. Τα πρόσωπα άρχισαν να θολώνουν στη μνήμη του. Ώσπου, κάποια στιγμή, έγινε μηχανή. Μια σκιά χωρίς ηθική. Μέχρι που σκότωσε τον Λεονάρντο Φερρέτι. Και για πρώτη φορά, ένιωσε κάτι. Τώρα, είχε μπροστά του τον γιο του ανθρώπου που πήρε τη ζωή. Μια δεύτερη ευκαιρία.

Κεφάλαιο 3

Την επόμενη μέρα, ο Μάρκο βρήκε έναν φάκελο κάτω από την πόρτα του. Μέσα, υπήρχε ένα μικρό χαρτί με μια διεύθυνση:

"Εκεί θα βρεις την αλήθεια. 21:00."

Ο Μάρκο ήξερε ότι ήταν από τον Σαλβατόρε. Και ήξερε ότι αυτή η συνάντηση θα άλλαζε τα πάντα.  Όταν έφτασε στη διεύθυνση—ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι κοντά στη θάλασσα—ο Σαλβατόρε τον περίμενε έξω.

«Πες μου, Μάρκο. Είσαι έτοιμος να ακούσεις;»

Ο νεαρός δεν μίλησε. Μόνο έγνεψε καταφατικά. Ο Σαλβατόρε πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Εγώ τον σκότωσα.»

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική.  Ο Μάρκο δεν κουνήθηκε. Τα χέρια του ήταν σφιγμένα, η ανάσα του βαριά.

«Γιατί;»

«Γιατί αυτός ήταν ο κόσμος μου. Γιατί κάποιος έδωσε την εντολή, και εγώ ήμουν ο εκτελεστής».

Ο Μάρκο έβγαλε αργά ένα μικρό περίστροφο από την τσέπη του. Ο Σαλβατόρε δεν αντέδρασε. Δεν προσπάθησε να αμυνθεί.

«Αν θέλεις να πάρεις εκδίκηση, κάν’ το,» είπε ήρεμα.

Ο Μάρκο σήκωσε το όπλο, το έστρεψε πάνω του.

Η θάλασσα βρυχιόταν στο βάθος.

Ένα δάχτυλο έτοιμο να τραβήξει τη σκανδάλη.

Ένας άνθρωπος που περίμενε τη μοίρα του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Μάρκο στεκόταν ακίνητος, με το δάχτυλό του στη σκανδάλη. Η ανάσα του ήταν κοφτή, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στο στήθος του. Ο άντρας που είχε στοιχειώσει τις σκέψεις του τόσα χρόνια, ο δολοφόνος του πατέρα του, βρισκόταν μπροστά του. Ήταν τόσο απλό. Ένα τράβηγμα της σκανδάλης, και όλα θα τέλειωναν.  Ο Σαλβατόρε στεκόταν εκεί, ακίνητος, έτοιμος να δεχτεί την τιμωρία του. Δεν μίλησε, δεν ικέτεψε, δεν προσπάθησε να σωθεί. Ήξερε ότι το άξιζε. Και τότε, ο Μάρκο κατέβασε το όπλο. Το βλέμμα του ήταν πιο σκοτεινό από ποτέ.

«Δεν σου αξίζει να πεθάνεις έτσι εύκολα,» είπε αργά, σχεδόν σιγανά.

«Θα ζήσεις με τις ενοχές σου».

Γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Σαλβατόρε μόνο του, χαμένο μέσα στη νύχτα. Ο Σαλβατόρε έμεινε ακίνητος, κοιτώντας τον νεαρό να απομακρύνεται. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε πραγματικά νεκρός. Οι μέρες πέρασαν. Ο Μάρκο είχε φύγει από το χωριό. Δεν ήξερε αν θα επέστρεφε ποτέ. Ο Σαλβατόρε έμεινε στην Τόρε Μπέλα, πιο μόνος από ποτέ.  Οι ενοχές έγιναν βαρύτερες. Ο ύπνος του δεν ήρθε ποτέ ξανά ήσυχος. Κάθε βράδυ, το ίδιο όνειρο: το νεαρό αγόρι στη βροχή, το βλέμμα του πατέρα του πριν πεθάνει, ο ίδιος να στέκεται στο σκοτάδι, να μην μπορεί να ξεφύγει. Και τώρα, ήξερε. Ο Μάρκο δεν του χάρισε τη ζωή. Του χάρισε μια τιμωρία χειρότερη από τον θάνατο. 

Ένα βράδυ, ο Σαλβατόρε περπάτησε ως την ακτή. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, αλλά στο βάθος, φαινόταν μια καταιγίδα να πλησιάζει. Άφησε τα παπούτσια του στην άμμο, έβγαλε το σακάκι του και περπάτησε μέσα στο νερό. Δεν ήξερε αν θα γυρίσει πίσω. Ήξερε μόνο ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει. Γιατί μερικές αμαρτίες δεν συγχωρούνται.