"Αν θες να σκοτώσεις κάποιον, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να του δώσεις έναν λόγο να ζήσει".

Κεφάλαιο 1

Τι συμβαίνει όταν το παρελθόν επιστρέφει; Πόσο εύκολο είναι να ξεφύγεις από μια σκανδάλη που έχει ήδη τραβηχτεί; Η πόλη δεν κοιμόταν ποτέ. Δεν της άρεσαν τα όνειρα. Ό,τι κυκλοφορούσε στους δρόμους μετά τα μεσάνυχτα είτε δεν είχε τίποτα να χάσει, είτε είχε ήδη χάσει τα πάντα.

Ο Άρης Δελλής καθόταν πίσω από το γραφείο του, με ένα τσιγάρο σβησμένο στο τασάκι και ένα ποτήρι ουίσκι που είχε τη θερμοκρασία του δωματίου. Ο ανεμιστήρας στο ταβάνι γύριζε αργά, σαν να βαριόταν. Στο τραπέζι, το παλιό του ρεβόλβερ ακουμπούσε δίπλα στο τηλέφωνο. Σαν υπενθύμιση. Η βροχή έξω έπεφτε βαριά, σαν να προσπαθούσε να ξεπλύνει τη βρωμιά της πόλης. Αποτυχημένη προσπάθεια. Και τότε, η πόρτα άνοιξε. Δεν χτύπησε. Άνοιξε. Η γυναίκα πέρασε το κατώφλι αργά, χωρίς να βιάζεται, χωρίς να κοιτάζει τριγύρω. Το παλτό της ήταν βαθύ κόκκινο, το χρώμα του κρασιού ή του ξεραμένου αίματος. Ήταν μακρύ, έπεφτε πάνω από τα γόνατά της και το ύφασμα έμοιαζε ακριβό – αλλά όχι υπερβολικά. Όχι τόσο ακριβό ώστε να μην μπορεί να βρεθεί λερωμένο σε κάποιο στενό της πόλης. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ο Άρης ήταν τα μάτια της. Ψυχρά, ήσυχα, σαν καθρέφτες. Μάτια που ήξεραν περισσότερα απ’ όσα έλεγαν. Μύριζε καπνό και κάτι γλυκό, κάτι που δεν ταίριαζε σ’ αυτό το δωμάτιο. Κανείς δεν μύριζε έτσι εδώ μέσα. Πλησίασε το γραφείο, με σταθερά βήματα. Δεν έβγαλε το παλτό. Δεν κάθισε.

"Καλησπέρα, κύριε Δελλή".

Η φωνή της δεν είχε τρέμουλο. Ούτε υπερβολική θηλυκότητα. Ήταν φωνή γυναίκας που είχε μάθει να κρατάει τον έλεγχο. Ο Άρης την κοίταξε για λίγο, ύστερα σήκωσε το ποτήρι του και ήπιε μια γουλιά.

"Δεν είμαι φτηνός".

Εκείνη χαμογέλασε αμυδρά. Όχι αληθινό χαμόγελο. Περισσότερο σαν κάποιος που ακούει ένα παλιό αστείο.

"Δεν σας θέλω φτηνό. Σας θέλω καλό".

Το χέρι της μπήκε στην τσάντα, αργά, μελετημένα. Όχι σαν να έψαχνε κάτι. Σαν να ήξερε ακριβώς τι θα βγάλει. Μια φωτογραφία. Την ακούμπησε στο γραφείο. Ο Άρης δεν την κοίταξε αμέσως.  Κοίταξε πρώτα εκείνη. Στα μάτια.

"Θέλω να βρείτε τον δολοφόνο του άντρα μου".

Τότε, και μόνο τότε, κατέβασε το βλέμμα στη φωτογραφία. Και το στομάχι του σφίχτηκε.  Ο Άρης δεν κοίταξε τη φωτογραφία αμέσως. Αντί γι’ αυτό, άναψε αργά ένα τσιγάρο. Πήρε τον χρόνο του.  Συνήθως, όταν κάποιος ερχόταν με μια φωτογραφία και μια ιστορία, είχε ήδη αποφασίσει πώς ήθελε να τελειώσει η υπόθεση. Εκείνος ήταν απλώς το εργαλείο. Και η γυναίκα απέναντί του δεν έμοιαζε με άνθρωπο που άφηνε τα πράγματα στην τύχη. Ο καπνός κύλησε από τα χείλη του και υψώθηκε προς το ταβάνι. Ακόμα δεν είχε κοιτάξει τη φωτογραφία.

"Να υποθέσω ότι η αστυνομία δεν κάνει καλά τη δουλειά της;"

"Να υποθέσετε ότι η αστυνομία δεν κάνει τίποτα".

Η φωνή της δεν άλλαξε τόνο. Ούτε θυμός, ούτε παράπονο. Σαν να έλεγε απλώς μια αντικειμενική αλήθεια.  Ο Άρης έσβησε το τσιγάρο, αργά, πιέζοντάς το στο γεμάτο τασάκι. Μετά, μόνο τότε, χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τη φωτογραφία. Και τα σωθικά του πάγωσαν.  Η φωτογραφία ήταν παλιά, τυπωμένη σε γυαλιστερό χαρτί, ελαφρώς φθαρμένη στις άκρες. Ο άντρας στη φωτογραφία ήταν νεκρός. Πολύ νεκρός. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, τα μάτια του ανοιχτά, το βλέμμα του γυάλινο, σαν να κοιτούσε κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Το αίμα είχε ποτίσει το πουκάμισό του, είχε κυλήσει μέχρι το πεζοδρόμιο και είχε στεγνώσει, αφήνοντας εκείνες τις σκοτεινές, σχεδόν μαύρες κηλίδες που έμοιαζαν περισσότερο με πετρέλαιο παρά με ανθρώπινο υγρό. Η σφαίρα είχε μπει ακριβώς ανάμεσα στα μάτια. Καθαρή δουλειά. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Αυτό ήταν εκτέλεση. Ο Άρης ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος. Όχι επειδή η εικόνα τον σόκαρε. Είχε δει πολλά πτώματα στη ζωή του. Αλλά γιατί γνώριζε αυτό το πτώμα. Το είχε αφήσει εκεί ο ίδιος, πριν χρόνια. Ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Σήκωσε το βλέμμα αργά και την κοίταξε. Η γυναίκα δεν έδειχνε τίποτα.

"Θα με βοηθήσετε, κύριε Δελλή;"

Ο Άρης έσφιξε τα δόντια. Ένιωσε ένα κρύο ρίγος να σέρνεται στη ραχοκοκαλιά του, σαν βρώμικα δάχτυλα που χαϊδεύουν αργά τον αυχένα του. Αυτός ο άντρας ήταν νεκρός. Και δεν ήταν απλώς κάποιος νεκρός που είχε τύχει να γνωρίζει. Ήταν νεκρός επειδή ο ίδιος είχε φροντίσει να είναι. Το μυαλό του δούλευε ήδη γρήγορα, πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήθελε. Αν αυτό ήταν κάποιο άρρωστο παιχνίδι, ποιος το έπαιζε; Και ποιος του έστηνε αυτή τη σκηνή; Έσπρωξε τη φωτογραφία μακριά με δυο δάχτυλα, χωρίς να δείξει τίποτα στο πρόσωπό του. Πήρε το ποτήρι του, ήπιε μια ακόμα γουλιά, αγνοώντας την καυτή αίσθηση του αλκοόλ που του έκαιγε τον λαιμό. Μετά την κοίταξε ξανά.  Προσπάθησε να διαβάσει το βλέμμα της, αλλά ήταν σαν να κοιτούσε μέσα από θρυμματισμένο γυαλί.

"Πώς πέθανε;" ρώτησε, σαν να μην ήξερε ήδη την απάντηση.

Η γυναίκα δεν ανοιγόταν εύκολα.

"Τον βρήκαν σε ένα σοκάκι. Πυροβολημένο. Κανείς δεν άκουσε τίποτα. Κανείς δεν είδε τίποτα".

Ο Άρης κούνησε το κεφάλι αργά.

"Φαίνεται πως είχε κάνει εχθρούς."

"Και ποιος δεν έχει;"

Το είπε αδιάφορα, σαν κάτι που ήξερε πολύ καλά.  Ο Άρης έσφιξε το ποτήρι στο χέρι του. Η γυναίκα του έλεγε ψέματα. Όχι επειδή είχε υποψίες. Όχι επειδή το ένιωθε. Αλλά επειδή ήξερε με βεβαιότητα πως ο άντρας της ήταν νεκρός… πριν πολύ καιρό. Και τότε, δύο πράγματα έγιναν ξεκάθαρα:  Εκείνη ήξερε περισσότερα απ’ όσα έλεγε και κάποιος έπαιζε μαζί του.  Ο Άρης δεν έκανε περισσότερες ερωτήσεις. Όχι ακόμα. Ήπιε την τελευταία γουλιά από το ποτό του, άφησε το ποτήρι να ακουστεί βαρύ πάνω στο ξύλινο γραφείο και πήρε τη φωτογραφία στα χέρια του ξανά.  Την κοίταξε σαν να τη μελετούσε για πρώτη φορά. Σαν να μην είχε ήδη εγκατασταθεί στον εγκέφαλό του σαν καρφί.

"Έχεις όνομα;" ρώτησε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από τη φωτογραφία.

"Νατάλια".

"Επίθετο;"

"Δεν θα σου χρειαστεί".

Ο Άρης χαμογέλασε ελάχιστα. Όχι χαράς, χαμόγελο κάποιου που μόλις επιβεβαίωσε μια υποψία του. Έβαλε τη φωτογραφία στη μέσα τσέπη του σακακιού του.

"Θα δω τι μπορώ να βρω".

Η Νατάλια έγνεψε αργά.

"Δεν μου αρέσουν οι καθυστερήσεις",

Ο Άρης σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε ξανά.

"Ούτε σε μένα".

Εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο. Έβγαλε ένα τσιγάρο, το άναψε με σταθερό χέρι, ρούφηξε βαθιά.  Μετά, γύρισε και βγήκε από το γραφείο, αφήνοντας πίσω της μόνο καπνό και ερωτηματικά. Ο Άρης έμεινε ακίνητος για λίγο. Μετά σηκώθηκε, πήγε μέχρι το παράθυρο και την είδε να βγαίνει στον δρόμο. Η βροχή δεν έπεφτε πάνω της – την άφηνε να περάσει. Κάποια γυναίκα, κάποτε, του είχε πει πως αν θες να σκοτώσεις κάποιον, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να του δώσεις έναν λόγο να ζήσει. Ο Άρης αναρωτήθηκε αν μόλις είχε συμβεί αυτό.

Κεφάλαιο 2

Η πόρτα είχε κλείσει πίσω της, αλλά η παρουσία της ακόμα αιωρούταν στον αέρα. Ο Άρης έμεινε για λίγο ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο στη βροχή που θόλωνε το τζάμι του γραφείου του. Έβγαλε τη φωτογραφία από την τσέπη του σακακιού του και την άφησε στο τραπέζι, δίπλα στο μισοάδειο ποτήρι του. Ο άντρας στη φωτογραφία ήταν νεκρός. Πολύ νεκρός. Το ήξερε επειδή ο ίδιος τον είχε στείλει εκεί. Την άγρια εκείνη νύχτα, πριν πέντε χρόνια. Στο ίδιο σοκάκι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Σφαίρα στο κέντρο του μετώπου. Ο Άρης δεν πίστευε στα φαντάσματα. Αλλά κάποιος του ζητούσε να κυνηγήσει ένα. Έπιασε το ποτήρι, το σήκωσε στα χείλη του, μετά το άφησε πίσω. Δεν ήθελε άλλη καμένη αλήθεια στον λαιμό του. Όχι απόψε. Έβαλε τη φωτογραφία ξανά στην τσέπη του, φόρεσε το παλτό του και βγήκε στον δρόμο. Η βροχή είχε δυναμώσει, έπεφτε με μανία πάνω στα φώτα της πόλης, μετατρέποντας τις σκιές σε θολά περιγράμματα. Ο Άρης βάδισε προς ένα γνώριμο μέρος. Το μπαρ του Στέλιου. Ένα καταγώγιο για ξεχασμένους ανθρώπους, εκεί που οι πληροφορίες άλλαζαν χέρια μαζί με τα ποτήρια. Ο Στέλιος ήταν ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που θυμόταν τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ πριν πέντε χρόνια. Και ο Άρης είχε την αίσθηση πως θα χρειαστεί κάποιον που να θυμάται.

Η "Λίμνη" δεν είχε ταμπέλα. Δεν χρειαζόταν. Όποιος έπρεπε να τη βρει, την έβρισκε. Ο Άρης μπήκε μέσα και το γνώριμο μείγμα από καπνό, ιδρώτα και μπαγιάτικο αλκοόλ τον τύλιξε σαν παλιό σακάκι. Ο χώρος ήταν μισογεμάτος. Κάποιοι έπιναν μόνοι, άλλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, με μάτια που έλεγαν περισσότερα απ’ τα στόματα. Πλησίασε τη μπάρα. Ο Στέλιος στέγνωνε ένα ποτήρι με μια βρώμικη πετσέτα. Δεν σήκωσε το βλέμμα του αμέσως.

"Άρη."

"Στέλιο."

Η φωνή του μπαρμαν ήταν σαν ξεραμένο χώμα. Ο Άρης τράβηξε τη φωτογραφία από την τσέπη του και την ακούμπησε στο ξύλο. Ο Στέλιος κοίταξε. Και πάγωσε. Το ποτήρι που κρατούσε του έπεσε από το χέρι και έσπασε στο πάτωμα. Αυτό ήταν κακό σημάδι. Το ποτήρι έσκασε στο πάτωμα, θρυμματίστηκε σε μικρά κομμάτια γυαλιού. Ο Στέλιος δεν έκανε κίνηση να το μαζέψει.  Το βλέμμα του είχε κολλήσει στη φωτογραφία. Ο Άρης δεν μίλησε. Δεν χρειάστηκε. Ο Στέλιος κατάπιε σκληρά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έπιασε ένα άλλο ποτήρι και έβαλε στον εαυτό του μια γερή δόση τσίπουρο. Το κατέβασε μονορούφι, χωρίς να στραβώσει το πρόσωπό του. Μετά, μόνο τότε, σήκωσε τα μάτια στον Άρη.

"Πού τη βρήκες αυτή;"

"Μια γυναίκα μου την έφερε."

"Τι γυναίκα;"

"Νατάλια."

Ο Στέλιος έτριψε το σαγόνι του, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί.

"Δεν ξέρω καμία Νατάλια."

"Αλλά ξέρεις αυτόν".  Ο Άρης χτύπησε τη φωτογραφία με την άκρη του δαχτύλου του.

Ο Στέλιος έγνεψε αργά.

"Ξέρω."

Σιωπή. Ο Άρης περίμενε. Ο Στέλιος έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και χαμήλωσε τη φωνή του.

"Άρη… αυτός ο τύπος… δεν έπρεπε να είναι πεθαμένος;"

Ο Άρης έσφιξε το σαγόνι του.

"Είναι πεθαμένος."

Ο Στέλιος γέλασε – ένα άσχημο, νευρικό γέλιο.

"Τότε εξήγησέ μου κάτι."

Έσκυψε πάνω από τη μπάρα, κοντά στον Άρη.

"Γιατί μπήκε εδώ μέσα πριν τρεις νύχτες και μου ζήτησε ένα ποτό;"

Ο χρόνος πάγωσε. Το μπαρ θόλωσε γύρω τους. Ο Άρης ένιωσε το αίμα του να γίνεται πάγος.

"Τι είπες;"

Ο Στέλιος δεν έδειχνε να κάνει πλάκα.

"Είμαι σίγουρος. Ο τύπος στη φωτογραφία. Ήταν εδώ."

Ο Άρης ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Δεν μπορεί. Δεν γίνεται. Αυτός ο άντρας είχε πεθάνει.  Επειδή ο ίδιος τον είχε σκοτώσει. Ο Άρης ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Αυτό δεν γινόταν.  Ο Στέλιος δεν ήταν τύπος που έκανε πλάκες. Αν έλεγε ότι είδε τον άντρα της φωτογραφίας, τότε ήταν σίγουρος. Και όμως… Αυτός ο άντρας είχε πεθάνει. Επειδή ο ίδιος τον είχε σκοτώσει. Η ανάμνηση ήρθε απότομα, σαν ξυράφι που κόβει το δέρμα. Βραδινό στενό. Σκοτάδι. Η κάννη του όπλου κρύα στο χέρι του. Ένα πρόσωπο παγωμένο από τον φόβο. Ο ήχος της σκανδάλης. Το κεφάλι τινάζεται πίσω. Το σώμα σωριάζεται στο έδαφος, ακίνητο, άψυχο. Και όμως… Ο Στέλιος έλεγε πως τον είχε δει. Ζωντανό. Ο Άρης δεν μίλησε αμέσως. Πήρε το τσιγάρο από τα χείλη του, το έσβησε στο τασάκι και σηκώθηκε από τη θέση του.

"Άρη… τι τρέχει;"

"Πότε ήταν εδώ;"

"Τρεις νύχτες πριν. Ήπιε ένα ποτό, δεν είπε πολλά. Φαινόταν... παράξενος."

"Παράξενος πώς;"

"Σαν να μην έπρεπε να είναι εδώ."

Ο Άρης έγνεψε αργά. Πέρασε το χέρι του στο σακάκι του και έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα. Τα άφησε πάνω στη μπάρα.

"Αν ξαναεμφανιστεί, θέλω να μου το πεις αμέσως."

Ο Στέλιος έγνεψε, αλλά δεν φαινόταν ήρεμος. Ο  Άρης γύρισε και βγήκε στη βροχή. Η βροχή τον χτύπησε σαν γροθιά. Έμεινε για λίγο ακίνητος στο πεζοδρόμιο, αφήνοντας το κρύο νερό να κυλήσει πάνω του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήταν απλώς ότι κάποιος τον έπαιζε. Ήταν ότι κάποιος έσκαβε μέσα στο κεφάλι του. Και το χειρότερο; Για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν ήταν σίγουρος αν θυμόταν σωστά. Ο Άρης περπάτησε κάτω από τις πινακίδες νέον, χωρίς να έχει ακριβώς προορισμό. Το νερό κυλούσε από τις άκρες του παλτού του, βαρύ, παγωμένο. Το μυαλό του δεν μπορούσε να δεχτεί αυτό που μόλις είχε ακούσει. Αν ο άντρας στη φωτογραφία ήταν ζωντανός…  Τότε τι είχε σκοτώσει εκείνη τη νύχτα; Δεν του άρεσε αυτό το παιχνίδι. Δεν του άρεσε που για πρώτη φορά, αμφισβητούσε την ίδια του τη μνήμη. Ο Άρης δεν πήγε σπίτι. Το σπίτι του ήταν απλώς τέσσερις τοίχοι και ένα κρεβάτι που δεν χρησιμοποιούσε πολύ συχνά. Αντί γι’ αυτό, κατευθύνθηκε προς ένα μέρος που ήξερε πως θα έβρισκε απαντήσεις. Το νεκροτομείο. Αν κάποιος μπορούσε να του πει με βεβαιότητα αν αυτός ο άντρας ήταν πραγματικά νεκρός, ήταν ο Δρ. Σαράντης. Ένας γέρος ιατροδικαστής, κολλημένος ανάμεσα στην ηθική και στις χάρες που όφειλε σε λάθος ανθρώπους. Ο Άρης είχε υπάρξει ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Ο Δρ. Σαράντης δεν φαινόταν χαρούμενος που τον έβλεπε.

"Δεν σε έχω δει χρόνια."

"Δεν μ' έχεις δει επειδή δεν είχα λόγο να έρθω."

Ο γιατρός ανασήκωσε τους ώμους.

"Τώρα έχεις λόγο;"

Ο Άρης έβγαλε τη φωτογραφία και την ακούμπησε στο μεταλλικό τραπέζι.

"Το θυμάσαι αυτό το πτώμα;"

Ο Σαράντης πήρε τα γυαλιά του, τα φόρεσε και κοίταξε τη φωτογραφία. Τα φρύδια του σούφρωσαν.

"Ναι. Το θυμάμαι."

Ο Άρης ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι του.

"Είσαι σίγουρος;"

"Άρη… είπε ο γιατρός, "εγώ ο ίδιος υπέγραψα το πιστοποιητικό θανάτου."

Ο Άρης δεν μίλησε. Ο Δρ. Σαράντης σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε.

"Γιατί ρωτάς;"

Ο Άρης άναψε τσιγάρο. Δεν απάντησε. Γιατί να ρωτάει; Επειδή κάποιος τον έκανε να αμφισβητεί το πιο θεμελιώδες πράγμα στη ζωή του: ότι όταν σκοτώνεις κάποιον, μένει νεκρός.  Ο Άρης ρούφηξε αργά τον καπνό και έμεινε να κοιτάζει τον γιατρό πίσω από τη θολή γραμμή του τσιγάρου.

"Άρα είναι νεκρός."

Ο Σαράντης ανασήκωσε τους ώμους.

"Αν δεν ήταν, τότε ή ήμουν πολύ μεθυσμένος όταν υπέγραψα, ή η δουλειά μου δεν αξίζει μία."

Ο Άρης δεν χαμογέλασε. Το στομάχι του δεν του επέτρεπε να γελάσει.

"Θυμάσαι ποιος τον τακτοποίησε; Ποιος ζήτησε να εξαφανιστεί γρήγορα η υπόθεση;"

Ο Σαράντης δεν απάντησε αμέσως. Πήγε στο αρχείο, τράβηξε ένα φθαρμένο ντοσιέ, το ξεφύλλισε γρήγορα. Όταν σταμάτησε, το πρόσωπό του σκοτείνιασε.

"Τι;" ρώτησε ο Άρης.

Ο Σαράντης σήκωσε τα μάτια του.

"Δεν υπήρξε επίσημη αναφορά."

Ο Άρης πάγωσε.

"Τι εννοείς;"

"Εννοώ ότι, τυπικά, αυτός ο τύπος δεν μπήκε ποτέ στο νεκροτομείο."

"Αποκλείεται."

Ο Σαράντης γύρισε το χαρτί προς το μέρος του. Ήταν η σελίδα που έπρεπε να περιγράφει την εξέταση του πτώματος.  Αλλά αντί γι’ αυτό… ήταν άδεια. Ο  Άρης ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη του. Πριν πέντε χρόνια, κάποιος είχε φροντίσει να μην αφήσει ίχνη του θανάτου. Και τώρα, ο ίδιος άνθρωπος είχε επιστρέψει από το πουθενά. Ή κάποιος ήθελε να τον κάνει να το πιστέψει. Ο Σαράντης έκλεισε το ντοσιέ με δύναμη.

"Άρη, ό,τι κι αν σκαλίζεις, κόφ’ το εδώ. Δεν θα σου αρέσει η απάντηση."

Ο Άρης τον κοίταξε για λίγο. Μετά, σηκώθηκε, έβαλε τη φωτογραφία στην τσέπη του και βγήκε έξω χωρίς να πει άλλη λέξη. Η βροχή είχε κοπάσει, αλλά ο αέρας ήταν βαρύς. Ο Άρης περπατούσε, χωρίς να σκέφτεται πού πάει. Μόνο ένα πράγμα στριφογύριζε στο κεφάλι του.

"Αν είναι ζωντανός… θα τον βρω. Αν δεν είναι… θα βρω ποιος γαμημένος παίζει μαζί μου."

Το ήξερε καλά. Η πόλη είχε φαντάσματα. Το ερώτημα ήταν αν αυτό ήταν ένα από αυτά ή αν το πραγματικό φάντασμα ήταν ο ίδιος.

Κεφάλαιο 3

Ο Άρης ένιωθε το κεφάλι του βαρύ. Η υπόθεση βρωμούσε από όλες τις πλευρές. Ένας νεκρός που υποτίθεται πως ήταν νεκρός. Ένα πτώμα που δεν υπήρξε ποτέ επίσημα. Και μια γυναίκα που του πέταξε τη φωτογραφία του στα μούτρα και μετά εξαφανίστηκε. Κάποιος τον είχε βάλει στο παιχνίδι. Αλλά το ερώτημα ήταν: Ήταν πιόνι… ή κάτι χειρότερο; Ο δρόμος τον έβγαλε σε μια παλιά βιομηχανική περιοχή. Εδώ, οι μόνοι που περπατούσαν μετά τα μεσάνυχτα ήταν όσοι δεν ήθελαν να τους βρουν. Ο Άρης δεν έψαχνε κάποιον. Έψαχνε τον λάθος άνθρωπο. Σταμάτησε μπροστά σε ένα στενό. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωσε το ίδιο ρίγος που νιώθεις όταν κάποιος σε κοιτάζει προτού τραβήξει τη σκανδάλη. Άναψε ένα τσιγάρο. Δεν το έβαλε στο στόμα. Απλώς περίμενε. Ο αέρας είχε αλλάξει. Και τότε… Ένας άντρας εμφανίστηκε από το σκοτάδι. Ψηλός. Αδύνατος. Φορούσε μακρύ παλτό, σκούρο, βρεγμένο από τη βροχή.

Το φως από μια μακρινή πινακίδα φάνηκε για μια στιγμή πάνω στο πρόσωπό του. Ο Άρης ένιωσε την καρδιά του να σταματάει. Ήταν το ίδιο πρόσωπο. Το ίδιο που είχε δει στη φωτογραφία. Το ίδιο που είχε σημαδέψει με το όπλο του πέντε χρόνια πριν. Το ίδιο που είχε πεθάνει. Αλλά τώρα… στεκόταν μπροστά του. Και τον κοιτούσε. Και χαμογελούσε. Ο Άρης ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Το πρόσωπο απέναντί του δεν έπρεπε να υπάρχει. Και όμως… ήταν εκεί. Στεκόταν στην άκρη του σκοτεινού στενού, με το βρεγμένο του παλτό κολλημένο στο σώμα του, με το ίδιο βλέμμα, το ίδιο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που δεν έπρεπε να υπάρχει. Ο Άρης δεν κουνήθηκε. Δεν μίλησε.  Δεν έκανε τίποτα. Το τσιγάρο που κρατούσε έσταζε στάχτη. Ο άντρας έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.

"Χάθηκες, Άρη;"

Η φωνή του έκοψε τον αέρα στα δύο. Βαθιά. Ήρεμη. Σαν να μη βρισκόταν στο σκοτεινό, βρώμικο στενό μιας πόλης που καταβρόχθιζε ψυχές, αλλά σε κάποιο κομψό σαλόνι, με ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι. Ο Άρης έσφιξε τα δόντια. Δεν απάντησε. Γιατί τίποτα απ’ όλο αυτό δεν έβγαζε νόημα.

Γιατί αν άνοιγε το στόμα του, θα ρωτούσε "πώς ζεις;".

Και δεν ήθελε να ακούσει την απάντηση. Ο άντρας γέλασε. Σιγανά. Σαν κάτι να τον διασκέδαζε.

"Δε μιλάς; Δε σου αρέσουν οι εκπλήξεις;"

Ο Άρης πέταξε το τσιγάρο, το πάτησε με το παπούτσι του. Σήκωσε τα μάτια του ξανά. Και τότε… ο άντρας δεν ήταν πια εκεί. Το στενό ήταν άδειο. Μόνο σκιές. Μόνο η βροχή. Μόνο το βάρος στο στήθος του Άρη. Ο Άρης ένιωσε τον ιδρώτα να ανακατεύεται με τη βροχή. Ήταν εκεί. Ήταν εκεί.  Το είχε δει. Δεν μπορεί να το είχε φανταστεί. Σωστά; Το μυαλό του τον τράβηξε πίσω στη νύχτα εκείνη, πέντε χρόνια πριν. Στη σφαίρα που είχε βγει από το όπλο του. Στη σάρκα που είχε ανοίξει.  Στα μάτια που είχαν παγώσει. Είχε δει το αίμα. Είχε δει το σώμα να πέφτει. Είχε δει τον θάνατο να πιάνει δουλειά. Και όμως… Ο νεκρός τον είχε κοιτάξει στα μάτια απόψε. Του είχε μιλήσει. Και είχε χαμογελάσει. Ο Άρης προχώρησε αργά προς το στενό. Ήξερε ότι δεν θα έβρισκε τίποτα. Και όμως, έπρεπε να βεβαιωθεί. Βήματα πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Η καρδιά του βαρούσε στο στήθος του σαν χαλασμένο ρολόι. Ο αέρας μύριζε σάπια ξύλα και υγρασία. Στάθηκε στο σημείο που πριν λίγο στεκόταν ο νεκρός που δεν έπρεπε να ζει. Άδειο. Το μόνο που απέμεινε ήταν ένα αποτσίγαρο.  Δεν ήταν δικό του. Δεν είχε φίλτρο. Ήταν στριφτό.

Ο Άρης το πήρε, το γύρισε στα δάχτυλά του. Κάποιος ήθελε να του δώσει ένα σημάδι; Ή μήπως…  Μήπως το μυαλό του έπαιζε παιχνίδια;  Ο Άρης δεν πίστευε στα φαντάσματα. Πίστευε στη σήψη.  Πίστευε στη λάσπη της πόλης, στα ψέματα που επαναλαμβάνονται τόσο πολύ που γίνονται αλήθεια. Αλλά απόψε… Απόψε δεν ήταν σίγουρος για τίποτα.

"Αν αυτός ο τύπος είναι ζωντανός, κάποιος τον έκρυβε τόσο καιρό".

"Και αν δεν είναι;"

"Τότε κάποιος παίζει μαζί μου."

Και δεν θα του άρεσε το τέλος."

Ο Άρης γύρισε το στριφτό τσιγάρο στα δάχτυλά του. Δεν ήταν μεγάλο στοιχείο. Αλλά ήταν το μόνο που είχε. Ένας άντρας που δεν έπρεπε να υπάρχει… Ένα τσιγάρο που δεν έπρεπε να είναι εκεί.  Αν το ήξερε κάποιος, ήταν ο άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για καπνό και ψέματα.

Ο "Λαέρτης".

Ο Λαέρτης δεν είχε επώνυμο. Δεν είχε και ανάγκη.

Ήταν ο τύπος που μπορούσε να σου βρει ό,τι ήθελες – αρκεί να ήξερες πώς να ρωτήσεις. Το "Μπαράκι" ήταν το τελευταίο στάδιο πριν τη λάσπη της πόλης. Ένα μέρος που μύριζε αλκοόλ, καμένο χαρτί και απελπισία. Ο Άρης μπήκε μέσα. Τα βλέμματα γύρισαν για μια στιγμή. Μετά συνέχισαν τις δουλειές τους. Στη γωνία, ο Λαέρτης κάπνιζε το δικό του στριφτό. Ένα άδειο τασάκι μπροστά του, γεμάτο στάχτη.

"Άρη Δελλή."

Η φωνή του ήταν ήσυχη, αλλά κοφτερή σαν λεπίδι. Ο Άρης έβγαλε το αποτσίγαρο από την τσέπη του και το πέταξε μπροστά του.

"Πες μου ποιος το στρίβει έτσι."

Ο Λαέρτης σήκωσε το βλέμμα του. Μετά το πήρε στα χέρια του, το γύρισε στα δάχτυλά του, το μύρισε. Και χαμογέλασε.

"Αυτή η υπόθεση βρωμάει, φίλε."

"Το ξέρω."

"Το στριφτό αυτό... το κάνει ένας μόνο στην πόλη."

"Ποιος;"

Ο Λαέρτης χαμογέλασε ξανά.

"Ο τύπος που έπρεπε να είναι νεκρός."

Ο Άρης δεν μίλησε αμέσως. Ο Λαέρτης τον κοίταξε σαν να περίμενε κάποια αντίδραση. Αλλά ο Άρης ήταν πολύ παλιός σε αυτό το παιχνίδι. Δεν έδειχνε ποτέ την πρώτη του σκέψη. Ο Λαέρτης ρούφηξε μια γερή τζούρα από το δικό του τσιγάρο.

"Θες να μου πεις γιατί ψάχνεις κάποιον που είναι ήδη θαμμένος;"

Ο Άρης πήρε το ποτήρι μπροστά του, το άδειασε αργά.  Το ποτό δεν έκαψε όσο θα ήθελε.

"Γιατί τον είδα."

Ο Λαέρτης πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο. Μετά γέλασε. Αλλά το γέλιο του ήταν βραχνό, σαν να του είχε κολλήσει ένα αγκάθι στον λαιμό.

"Ξέρεις τι λες, έτσι;"

"Ξέρω."

"Τότε άκου κάτι που δεν ξέρεις."

Ο Λαέρτης άφησε το τσιγάρο στο τασάκι. Έσκυψε μπροστά.

"Αν όντως είδες τον Νικήτα, τότε έχεις μεγάλο πρόβλημα."

Ο Άρης δεν μίλησε. Ο Λαέρτης συνέχισε.

"Γιατί ο Νικήτας, φίλε μου, δεν είναι μόνος του."

Ο Άρης ένιωσε το όνομα σαν σκιά να περνάει από το μυαλό του. Νικήτας. Το όνομα του άντρα που είχε σκοτώσει. Το όνομα που δεν έπρεπε να υπάρχει. Ο Λαέρτης τώρα χαμήλωσε τη φωνή του.

"Δεν καταλαβαίνεις; Ο Νικήτας δούλευε για κάποιον πριν πεθάνει."

"Για ποιον;"

Ο Λαέρτης τον κοίταξε στα μάτια.

"Για εκείνον που σε θέλει νεκρό τώρα."

Ο Άρης ένιωσε το κεφάλι του να βουίζει. Πριν προλάβει να ρωτήσει μια σκιά έπεσε πάνω τους.  Η σκιά έπεσε πάνω τους σαν κακός οιωνός. Ο Άρης δεν γύρισε αμέσως. Απλώς χάιδεψε αργά το όπλο του, εκεί που βρισκόταν κάτω από το παλτό του.

"Μίλα," είπε στον Λαέρτη.

Ο Λαέρτης κατάπιε σκληρά.

"Άρη… δεν ξέρεις σε τι μπλέκεις."

"Πες μου κάτι καινούργιο."

Ο Λαέρτης άνοιξε το στόμα του… Και τότε μια φωνή ακούστηκε από πίσω τους.

"Είναι αργά για αυτό, φίλε μου."

Ο Άρης γύρισε αργά. Ο άντρας που στεκόταν εκεί δεν ήταν ο Νικήτας. Αλλά είχε τα ίδια μάτια.  Ψυχρά. Σκοτεινά. Και κρατούσε όπλο. Ο Άρης δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Ο τύπος σήκωσε το όπλο.  Ο Λαέρτης βλαστήμησε και έκανε πίσω. Ο Άρης έκανε το μόνο που ήξερε να κάνει καλύτερα.  Τράβηξε. Ο ήχος της σκανδάλης έσπασε τη νύχτα. Το πρώτο του βλήμα βρήκε τον τύπο στον ώμο.  Το δεύτερο τον έριξε κάτω. Το μπαρ πάγωσε. Οι σκιές στα τραπέζια χαμήλωσαν. Ο Άρης πλησίασε τον τύπο που σφάδαζε στο πάτωμα.

"Ποιος σε έστειλε;"

Ο τύπος χαμογέλασε – ένα χαμόγελο γεμάτο αίμα.

"Εκείνος που δεν θα προλάβεις να βρεις."

Και τότε γέλασε. Γέλασε σαν να είχε μόλις ακούσει το πιο αστείο ανέκδοτο στον κόσμο. Και ο Άρης κατάλαβε πως κάτι πήγαινε πολύ, πολύ στραβά.

Κεφάλαιο 4

Ο Άρης κοίταξε τον τύπο στο πάτωμα.  Το αίμα του απλωνόταν αργά, σχηματίζοντας κόκκινες ρωγμές στο βρώμικο ξύλινο πάτωμα. Το γέλιο του ήταν λάθος. Όχι απλώς πειραγμένο από τον πόνο. Όχι απλώς σπασμένο. Ήταν σαν κάποιος που είχε ήδη δει το τέλος. Και το είχε αποδεχτεί. Ο Λαέρτης τον κοίταξε, χλομός.

"Άρη… πρέπει να φύγεις."

Ο Άρης δεν άκουγε. Έσκυψε πιο κοντά.

"Ποιος σε έστειλε;"

Το χαμόγελο μάτωσε.

"Θα τον δεις σύντομα."

Το χέρι του τύπου πήγε στη μέσα τσέπη του. Ο Άρης έκανε πίσω και έβγαλε το όπλο, έτοιμος να πυροβολήσει ξανά. Αλλά ο τύπος δεν έβγαλε όπλο. Έβγαλε έναν φάκελο. Τον άφησε να πέσει στο πάτωμα. Και μετά… σταμάτησε να γελάει. Ο Άρης πήρε τον φάκελο με προσοχή. Δεν ήταν μεγάλος.  Δεν είχε όνομα απέξω. Αλλά είχε ένα σημάδι.  Ενα μικρό, κόκκινο σύμβολο στη γωνία.  Ένα γράμμα.

"Ν."

Ν. Νικήτας. Ο Άρης άνοιξε τον φάκελο. Μέσα είχε μια φωτογραφία. Τη δική του. Τραβηγμένη απόψε. Στεκόταν έξω από το μπαρ. Κάποιος τον παρακολουθούσε. Κάποιος ήξερε κάθε του βήμα.  Και τώρα… του έστελνε προειδοποίηση. Ο Άρης έσφιξε τα δόντια. Ήταν στο παιχνίδι. Μόνο που τώρα… είχε χάσει το πλεονέκτημα. Ο Άρης κράτησε τη φωτογραφία στα χέρια του.  Δική του εικόνα. Τραβηγμένη πριν από λίγη ώρα. Κάποιος ήταν ήδη μπροστά του. Κάποιος ήξερε κάθε του βήμα. Και τώρα… του έδειχνε ότι το παιχνίδι δεν ήταν δικό του. Ο Λαέρτης τον κοίταξε.

"Άρη, βγες από αυτή την υπόθεση τώρα."

Ο Άρης σήκωσε τα μάτια του.

"Είναι λίγο αργά για αυτό."

Έβαλε τη φωτογραφία στη μέσα τσέπη του. Και τότε το κινητό του χτύπησε. Ο αριθμός ήταν απόκρυφος. Ο Άρης απάντησε, χωρίς να μιλήσει. Σιωπή. Και μετά… μια φωνή που ήξερε καλά.

"Άρη… μην έρθεις. Είναι παγίδα."

Η Νατάλια. Και τότε ακούστηκε ένας θόρυβος. Ένα δυνατό χτύπημα. Σαν κάποιος να έπεφτε στο πάτωμα. Σαν κάποιος να την είχε μόλις πιάσει. Και μετά. Γραμμή νεκρή. Ο Άρης ένιωσε κάτι κρύο στον αυχένα του. Όχι φόβο. Ήταν ο θυμός που έρχεται όταν ξέρεις πως κάποιος σου τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια. Έβαλε το κινητό στην τσέπη. Έριξε μια ματιά στον Λαέρτη.

"Πού;"

Ο Λαέρτης κατέβασε τα μάτια.

"Παλιά αποθήκη. Στο λιμάνι."

Ο Άρης έγνεψε. Γύρισε και βγήκε στη βροχή. Ήξερε ότι πήγαινε κατευθείαν μέσα. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Η νύχτα μύριζε αλάτι και σκουριά. Ο Άρης στάθηκε απέναντι από την αποθήκη. Τα φώτα ήταν σβηστά. Αλλά ήξερε πως μέσα υπήρχαν μάτια. Και όπλα. Έβγαλε το ρεβόλβερ του. Έξι σφαίρες. Δεν θα έφταναν. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ένα σημάδι πως τον περίμεναν. Ο Άρης μπήκε.  Το πάτωμα έτριξε κάτω από τις μπότες του. Και τότε τα φώτα άναψαν. Τέσσερις άντρες. Μαύρα παλτά. Μαύρα βλέμματα. Όλοι με όπλα στραμμένα πάνω του. Στη μέση της αποθήκης… Η Νατάλια. Δεμένη σε μια καρέκλα. Το πρόσωπό της ματωμένο. Ένας από τους άντρες χαμογέλασε.

"Τέλος παιχνιδιού, Άρη."

Τέσσερα όπλα στραμμένα πάνω του. Η Νατάλια δεμένη, ματωμένη. Η ατμόσφαιρα βαριά, κομμένη σαν παλιό σχοινί που μπορεί να σπάσει από στιγμή σε στιγμή. Ο Άρης δεν είπε τίποτα. Απλώς σήκωσε τα χέρια του αργά. Ένιωσε το βάρος του ρεβόλβερ στο σακάκι του. Αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε να βγει από εδώ με έξι σφαίρες. Κάποιος γέλασε.

"Τόσο εύκολο ήταν, ε;"

Ο Άρης δεν απάντησε. Το μάτι του πήγε στη Νατάλια. Και τότε το είδε. Το βλέμμα της. Δεν ήταν το βλέμμα μιας γυναίκας που περίμενε να τη σώσουν. Ήταν ήρεμο. Σαν να ήξερε ήδη το τέλος. Και τότε… η ανατροπή έπεσε πάνω του σαν βαριά πόρτα που έκλεινε. Η Νατάλια δεν ήταν το θύμα. Ήταν η παγίδα. Ένας από τους άντρες την πλησίασε, έσκυψε δίπλα της.

"Λοιπόν, τουλάχιστον ήρθε, έτσι;"

Η Νατάλια σήκωσε το βλέμμα της.

"Σας το είπα. Δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά."

Ο Άρης ένιωσε το κεφάλι του να βουίζει.

"Νατάλια…"

Εκείνη έγειρε ελαφρώς το κεφάλι.

"Έπρεπε να παίξεις, Άρη. Αλλά δεν ήξερες ποτέ ποιος έριχνε τα ζάρια."

Ο Άρης ένιωσε τη λαβή του όπλου του πιο βαριά από ποτέ. Για πρώτη φορά. Ίσως έπρεπε να το είχε δει νωρίτερα. Αλλά τώρα, ήταν αργά. Ο Άρης ένιωθε τα γρανάζια στο μυαλό του να γυρίζουν.  Αλλά ήταν ήδη αργά. Η Νατάλια δεν ήταν θύμα. Δεν ήταν απλώς μια γυναίκα που έψαχνε εκδίκηση. Ήταν κάτι χειρότερο. Ήταν η σκηνοθέτης. Και τώρα, το έργο έφτανε στην τελευταία του πράξη.

"Γιατί;" ρώτησε ο Άρης, η φωνή του ήρεμη, ψυχρή.

Η Νατάλια έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της.

"Γιατί έπρεπε να σε φέρω εδώ."

Ο Άρης δεν μίλησε. Αλλά τότε η μεγαλύτερη αποκάλυψη έπεσε πάνω του σαν μαχαίρι στην πλάτη.  Ο άντρας πίσω από τη Νατάλια κίνησε το κεφάλι του ελαφρά. Το πρόσωπό του φάνηκε καλύτερα κάτω από το σκληρό, κίτρινο φως. Ο Άρης ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος. Ο άντρας δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Ήταν ο Νικήτας. Ο άνθρωπος που είχε σκοτώσει πέντε χρόνια πριν. Ο άνθρωπος που δεν έπρεπε να ζει. Και όμως… Στεκόταν μπροστά του.  Χαμογελώντας.

Κεφάλαιο 5

Ο Άρης κοίταξε τον Νικήτα. Το σώμα του δεν αντέδρασε. Αλλά το μυαλό του έγινε κομμάτια. Δεν γίνεται. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Πέντε χρόνια πριν, είχε δει το αίμα του να χύνεται στο πεζοδρόμιο. Είχε ακούσει τον ήχο της σφαίρας που του έσπαγε το κρανίο. Και όμως. Ο Νικήτας στεκόταν μπροστά του. Χαμογελούσε σα να είχε γυρίσει από την κόλαση. Και ίσως… Να είχε. Ο Νικήτας έκανε μερικά βήματα μπροστά. Τα μάτια του ήταν καθαρά, ψυχρά. Δεν υπήρχε θυμός. Δεν υπήρχε εκδίκηση. Μόνο βεβαιότητα.

"Έχεις πολλές ερωτήσεις, Άρη."

Ο Άρης δεν μίλησε.

"Και ξέρεις τι είναι το πιο αστείο;"

Ο Νικήτας χαμογέλασε.

"Δεν έκανες κανένα λάθος."

Ο Άρης έσφιξε τα δόντια του.

"Τι στο διάολο σημαίνει αυτό;"

Η Νατάλια μίλησε πριν ο Νικήτας απαντήσει.

"Σημαίνει ότι έκανες ακριβώς αυτό που ήθελαν."

Ο Άρης έσφιξε το όπλο του.

"Ποιοι;"

Ο Νικήτας άνοιξε τα χέρια του, σαν να έκανε μια θεατρική υπόκλιση.

"Αυτοί που μας έκαναν ό,τι είμαστε."

Και τότε ο Άρης κατάλαβε. Δεν ήταν μόνο μια απλή εκτέλεση πέντε χρόνια πριν.  Ήταν κάτι μεγαλύτερο. Κάποιοι είχαν φροντίσει να εξαφανιστεί ο Νικήτας… Αλλά όχι επειδή ήθελαν να πεθάνει. Αλλά επειδή τον ήθελαν ζωντανό. Και ο Άρης ήταν απλώς το χέρι που πάτησε τη σκανδάλη. Ο Άρης ένιωθε τον θυμό να φουντώνει μέσα του, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να πατήσει τη σκανδάλη. Κάτι έλειπε. Κάτι που δεν είχε καταλάβει ακόμα. Ο Νικήτας τον κοιτούσε ήρεμα.  Η Νατάλια παρέμενε ακίνητη. Οι άντρες δεν είχαν κατεβάσει τα όπλα τους. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη σαν τεντωμένο σχοινί έτοιμο να κοπεί.

"Μη σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου, Άρη."

Ο Νικήτας έσπασε τη σιωπή.

"Δεν ήσουν ο μόνος που τραβούσε τη σκανδάλη εκείνο το βράδυ."

Ο Άρης ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Το μυαλό του άρχισε να γυρίζει προς το παρελθόν. Το σοκάκι μύριζε θάνατο. Η βροχή χτυπούσε τις λαμαρίνες των σκουριασμένων κτιρίων. Ο Άρης στεκόταν πάνω από τον Νικήτα, με το όπλο του σηκωμένο. Ο Νικήτας δεν ικέτευε. Δεν φώναζε. Απλώς χαμογελούσε. Σαν να ήξερε κάτι που ο Άρης δεν ήξερε. Ο Άρης έσφιξε τη σκανδάλη. Η σφαίρα βρήκε το κέντρο του μετώπου. Το σώμα έπεσε. Το αίμα χύθηκε στο πεζοδρόμιο. Και τότε… Ένας δεύτερος πυροβολισμός. Από πίσω του. Ο Άρης γύρισε.  Είδε μια φιγούρα στη σκιά.  Ένα δεύτερο όπλο σημαδεμένο προς το μέρος του. Αλλά το πρόσωπο… δεν το είδε ποτέ. Η ανάμνηση έκοψε σαν ξυράφι μέσα στο κεφάλι του. Δεν ήταν ο μόνος που είχε τραβήξει τη σκανδάλη εκείνο το βράδυ. Ο Άρης ένιωσε το στόμα του στεγνό.

"Ποιος άλλος ήταν εκείνη τη νύχτα;"

Ο Νικήτας δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε τη Νατάλια.  Ο Άρης κατάλαβε πριν καν ειπωθεί η απάντηση.

"Όχι…"

Η Νατάλια έγειρε το κεφάλι της.

"Ναι, Άρη. "Ήμουν κι εγώ εκεί."

Ο Άρης ένιωσε την ανάσα του βαριά. Πέντε χρόνια πριν. Δεν ήταν μόνος. Η Νατάλια ήταν εκείνη που είχε ρίξει τη δεύτερη σφαίρα. Και τώρα, πέντε χρόνια μετά, είχε στήσει όλη αυτή την παγίδα για να τον φέρει εδώ. Για να κλείσει αυτό που είχε ξεκινήσει.

Κεφάλαιο 6

Ο Άρης ένιωσε το κορμί του βαρύ. Το αίμα του δεν κυλούσε σωστά. Η Νατάλια είχε ρίξει τη δεύτερη σφαίρα εκείνη τη νύχτα. Και τώρα, στεκόταν απέναντί του, με το ίδιο ψυχρό βλέμμα.  "Γιατί;"

Η φωνή του ήταν βραχνή, σχεδόν ξένη. Η Νατάλια δεν χαμογέλασε. Δεν το έκανε ποτέ.

"Γιατί έπρεπε να φτάσεις μέχρι εδώ, Άρη."

"Να φτάσω πού;"

Ο Νικήτας σήκωσε το όπλο του.

"Στο τέλος."

Και τότε… έπεσαν οι σφαίρες. Ο Άρης βούτηξε πίσω από μια κολώνα. Τα πυρά γέμισαν τον αέρα.  Οι άντρες της Νατάλιας έπεσαν πάνω του. Πρώτος πυροβολισμός – κεφάλι. Δεύτερος πυροβολισμός – στήθος. Πτώματα σωριάστηκαν. Αλλά ήταν πολλοί. Και εκείνος είχε μόνο έξι σφαίρες. Κάτι ζεστό απλώθηκε στη δεξιά του πλευρά. Χτυπήθηκε. Αλλά δεν σταμάτησε. Γύρισε το όπλο του… Και σημάδεψε τη Νατάλια. Η Νατάλια στεκόταν ακίνητη. Ο Άρης είχε το όπλο του στραμμένο πάνω της. Το αίμα του έσταζε στο πάτωμα. Αλλά δεν σταμάτησε. Δεν θα σταματούσε μέχρι να πάρει μια απάντηση.

"Γιατί, Νατάλια;"

"Δεν καταλαβαίνεις ακόμα, Άρη;"

Η φωνή της ήταν σχεδόν κουρασμένη.

"Δεν σε έφερα εδώ για να σε σκοτώσω."

Ο Άρης έσφιξε τα δόντια.

"Τότε για ποιον λόγο;"

Και τότε… κάτι πάγωσε μέσα του. Η Νατάλια έκανε ένα βήμα στο πλάι. Και πίσω της… Στεκόταν ο Νικήτας. Με ένα άλλο όπλο σημαδεμένο πάνω του. Ο Άρης πήγε να πατήσει τη σκανδάλη. Αλλά ήταν αργά. Η Νατάλια μίλησε πρώτη.

"Γιατί, Άρη… ήσουν πάντα εσύ ο στόχος."

"Από την αρχή."

"Και απλώς σε έφερα εδώ για να το τελειώσουμε."

Και τότε ο Νικήτας πυροβόλησε. Ο πυροβολισμός έσπασε τη νύχτα. Η σφαίρα τον χτύπησε χαμηλά, στη δεξιά πλευρά. Ο Άρης σωριάστηκε στο πάτωμα. Η ανάσα του κόπηκε απότομα. Πόνος. Σαν να είχε καρφωθεί σιδερένια ράβδος μέσα του. Το όπλο του του έφυγε από το χέρι.  Η Νατάλια πλησίασε. Έσκυψε πάνω του, τον κοίταξε ήρεμα.

"Δεν θα πεθάνεις, Άρη."

Ο Νικήτας έσκυψε δίπλα της.

"Δεν σε θέλουμε νεκρό. Σε θέλουμε να ζήσεις. Γιατί κάποιος πρέπει να θυμάται."

Ο Άρης έφτυσε αίμα.

"Να θυμάμαι τι;"

Η Νατάλια έγειρε ελαφρώς το κεφάλι.

"Ότι όταν τραβάς τη σκανδάλη… η σφαίρα πάντα επιστρέφει."

Όταν ο Άρης ξύπνησε, η αποθήκη ήταν άδεια. Πονεμένος. Διαλυμένος. Αλλά ζωντανός. Το αίμα είχε στεγνώσει στο παλτό του. Το όπλο του ήταν εκεί… αλλά χωρίς σφαίρες. Και στη μέση του δωματίου… Ένας νέος φάκελος. Τον άνοιξε με τρεμάμενα χέρια. Μέσα είχε μια φωτογραφία. Τον ίδιο. Νεκρό. Ξαπλωμένο στο πάτωμα της αποθήκης. Σαν να έβλεπε μια εικόνα από το μέλλον του. Σαν να του έλεγαν ότι ηταν ήδη νεκρός. Απλώς δεν το είχε καταλάβει ακόμα.