
Έτος 2387
Η ανθρωπότητα έχει εξαφανιστεί. Κανείς δεν ξέρει πώς. Ο Άρης Σολάνο, ένας από τους τελευταίους επιζώντες μιας διαστρικής αποστολής, περιπλανιέται μόνος του στο σύμπαν αναζητώντας απαντήσεις. Όμως, κάτι τον παρακολουθεί. Ένα αρχαίο ον που δεν έχει φυσική μορφή. Μια νοημοσύνη από πριν τη δημιουργία των άστρων. Και δεν είναι σίγουρος αν τον κυνηγά… ή αν τον έχει ήδη καταλάβει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ
Η σιωπή ήταν το πρώτο πράγμα που ένιωσε οταν ξύπνησε. Μια απόκοσμη, ασφυκτική σιωπή που δεν ήταν φυσιολογική. Ακόμα και μέσα στη διαστημική κάψουλα, ακόμα και στα χρόνια εκπαίδευσης στο κενό του διαστήματος, ο Άρης Σολάνο ήξερε πως το απόλυτο σκοτάδι δεν ήταν ποτέ αληθινά σιωπηλό. Πάντα υπήρχε κάτι. Ο θόρυβος των συστημάτων υποστήριξης. Ο στατικός ήχος από τις κονσόλες. Το απαλό βουητό του οξυγόνου που κυκλοφορούσε στα τοιχώματα του σκάφους. Όμως τώρα δεν υπήρχε τίποτα. Και αυτό τον τρόμαξε περισσότερο από όλα. Άνοιξε τα μάτια του. Η καμπίνα ήταν παγωμένη. Η αναπνοή του βγήκε σε λευκά σύννεφα ατμού, κολλώντας πάνω στο γυαλί της κάψουλας ύπνου. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Η αυτόματη διαδικασία αφύπνισης έπρεπε να είχε προετοιμάσει το περιβάλλον για τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος. Όμως αυτό… ήταν λάθος. Και τότε, καθώς το καπάκι της κάψουλας άνοιξε με έναν μηχανικό αναστεναγμό, το δεύτερο πράγμα που ένιωσε ήταν η βαρύτητα.
Ήταν… ανύπαρκτη. Όχι σαν τη φυσική έλλειψη βαρύτητας μέσα στο διαστημόπλοιο. Αλλά σαν κάτι πολύ πιο αφύσικο. Σαν το ίδιο το σκάφος να μην είχε καμία σύνδεση με τον φυσικό κόσμο. Ο Άρης πάτησε απαλά στο πάτωμα και κινήθηκε με προσεκτικά, αργά βήματα. Το σώμα του δεν αισθανόταν φυσιολογικό. Σαν να είχε ξυπνήσει πολύ αργότερα από το προβλεπόμενο. Και τότε… είδε τις άλλες κάψουλες ύπνου. Έπρεπε να ήταν πέντε άτομα. Πέντε μέλη πληρώματος. Όμως τώρα… ήταν μόνο ένας. Οι κάψουλες ύπνου ήταν ανοιχτές. Όχι σπασμένες, όχι παραβιασμένες. Απλώς… άδειες. Σαν το πλήρωμα να είχε ξυπνήσει και να είχε φύγει μόνο του. Σαν κάτι να τους είχε πάρει. Η καρδιά του χτυπούσε ανεξέλεγκτα. Κάτι δεν ήταν σωστό. Και τότε, έκανε το λάθος να κοιτάξει έξω. Ο Άρης πλησίασε το παράθυρο του σκάφους. Η θέση του πλοίου έπρεπε να είναι κοντά στο NGC-6822—έναν μακρινό νάνο γαλαξία, πέρα από τον δικό μας. Έπρεπε να βλέπει αστέρια. Αλλά αυτό που είδε δεν είχε καμία λογική. Δεν υπήρχαν άστρα. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο κενό. Όχι το συνηθισμένο κενό του διαστήματος, γεμάτο με ανεπαίσθητες λάμψεις μακρινών ήλιων και διαστρικής σκόνης. Ένα πραγματικό κενό. Σαν να είχε βρεθεί εκτός του σύμπαντος. Το μυαλό του αρνήθηκε να δεχτεί την εικόνα. Δεν γινόταν. Δεν γινόταν να μην υπάρχει τίποτα.
Και τότε, κάτι κινήθηκε. Κάτι στην άκρη της όρασής του. Κάτι που δεν έπρεπε να είναι εκεί. Ο Άρης πάγωσε. Ένα ανεπαίσθητο σχήμα αναδεύτηκε μέσα στο σκοτάδι. Όχι σαν αντικείμενο. Όχι σαν πλανήτης. Όχι σαν κάτι που ανήκε σε αυτόν τον κόσμο. Αλλά σαν μια σκιά που δεν ακολουθούσε κανέναν φυσικό νόμο. Η ανάσα του κόπηκε. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να εστιάσουν πάνω του. Ήταν… λάθος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Δεν μπορούσε καν να καταλάβει αν πραγματικά το έβλεπε. Μόνο ότι το σκοτάδι δεν ήταν άδειο. Και τότε, για πρώτη φορά, ένιωσε ότι κάτι τον κοιτούσε πίσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Ο Άρης δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Το μυαλό του ουρλιάζε ότι αυτό που έβλεπε δεν γινόταν να υπάρχει. Και όμως… ήταν εκεί. Κάτι κινήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Δεν ήταν ένα αντικείμενο. Δεν ήταν ένας πλανήτης, ένας αστεροειδής, ή κάτι που μπορούσε να εξηγηθεί με την ανθρώπινη λογική. Ήταν σαν η ίδια η σκιά να άλλαζε σχήμα. Σαν κάτι ζωντανό, αλλά χωρίς μορφή. Και το πιο ανατριχιαστικό. Το ήξερε ότι το κοιτούσε. Όχι επειδή είχε μάτια. Όχι επειδή έκανε κάποια κίνηση προς το μέρος του. Αλλά επειδή ο Άρης μπορούσε να το νιώσει. Σαν κάτι να είχε εισχωρήσει μέσα στο μυαλό του. Σαν το ίδιο το σκοτάδι να άγγιζε τις σκέψεις του. Έκανε ένα βήμα πίσω. Έπρεπε να απομακρυνθεί. Έτρεξε στην κονσόλα ελέγχου, τα χέρια του έτρεμαν καθώς πληκτρολογούσε γρήγορα εντολές.
“Σύστημα, σάρωση εξωτερικού χώρου.”
Η οθόνη άναψε και μια χαμηλή δόνηση γέμισε το σκάφος. Τα δεδομένα εμφανίστηκαν.
Χρόνος αποστολής: 217 χρόνια, 8 μήνες, 22 ημέρες.
Θέση: Άγνωστη.
Ανίχνευση αντικειμένων: 0.
Ραδιοσήματα: …1.
Ο Άρης πάγωσε. Ένα ραδιοσήμα; Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Αν το σκάφος είχε χαθεί σε κάποιο άγνωστο σημείο του διαστήματος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα εδώ έξω. Αλλά υπήρχε κάτι. Και το σήμα δεν ερχόταν από κάποιον πλανήτη. Ερχόταν από το σκοτάδι. Από αυτήν την παρουσία. Το σήμα δεν ήταν τυχαίο. Ήταν λέξεις. Αδύναμες, διαστρεβλωμένες, σαν να είχαν χαθεί μέσα σε μια ατελείωτη ηχώ. Ο Άρης έτρεξε στον πίνακα επικοινωνίας. Ρύθμισε τις συχνότητες, ενίσχυσε το σήμα. Και τότε, άκουσε τη φωνή.
“ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ;”
Η καρδιά του σταμάτησε. Δεν ήταν ανθρώπινη φωνή. Δεν ήταν μηχανικό μήνυμα. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι που δεν έπρεπε να ξέρει τη γλώσσα του. Κάτι που δεν έπρεπε να μιλάει καθόλου. Και όμως… το έκανε. Ο Άρης δεν ήξερε αν έπρεπε να απαντήσει. Το μυαλό του ούρλιαζε να σταματήσει. Να σβήσει το σήμα. Να απομακρυνθεί από το παράθυρο. Αλλά δεν μπορούσε. Γιατί ήξερε την αλήθεια. Αν αυτή η φωνή ήταν αληθινή τότε σημαίνει πως δεν ήταν μόνος. Και η μοναξιά ήταν πολύ χειρότερη από το φόβο. Πλησίασε τον πίνακα επικοινωνίας. Άνοιξε το κανάλι. Και μίλησε.
“Ποιος είσαι;”
Η απάντηση ήρθε ακαριαία. Σαν να τον περίμενε.
“ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΟΤΕ ΗΡΘΕΣ ΕΔΩ;”
Το σήμα διαταράχθηκε από έναν στατικό ήχο. Και τότε, το αίμα του Άρη πάγωσε. Γιατί, για μια στιγμή, μέσα στο παράσιτο του ήχου ακουσε τη φωνή του ίδιου του πληρώματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Το Σήμα Συνεχίζεται. Ο στατικός ήχος έκοψε την ανάσα του Άρη. Το αίμα του πάγωσε. Γιατί μέσα στην παράσιτη αποσύνθεση του σήματος, ακούστηκε κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει. Φωνές. Ανθρώπινες φωνές. Το πλήρωμά του. Αλλά όχι όπως τις θυμόταν. Οι Διαστρεβλωμένες Λέξεις Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Προσπάθησε να ακούσει καλύτερα. Έπαιξε το σήμα ξανά και ξανά, απομονώνοντας τον στατικό θόρυβο. Και τότε, μέσα στη χαοτική δίνη του κενού, άκουσε τα λόγια.
“Άρη… τι έκανες;”
Η καρδιά του σκίρτησε. Η φωνή ήταν του καπετάνιου.
“Άρη… μας άφησες εδώ!”
Το στομάχι του δέθηκε κόμπος. Όχι. Όχι. Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Το πλήρωμα είχε εξαφανιστεί. Ήταν χαμένο. Ήταν νεκρό. Αλλά τότε, γιατί ακουγόταν σαν να ήταν ακόμα εκεί; Η ανάσα του βγήκε κοφτή. Έριξε μια ματιά στα δεδομένα του σκάφους. Η οθόνη έδειχνε τα ίδια στοιχεία. Χρόνος αποστολής: 317 χρόνια, 8 μήνες, 22 ημέρες. Και τότε… το μάτι του έπεσε σε κάτι περίεργο. Στο πεδίο “Αναφορά αφύπνισης πληρώματος”. Οι ημερομηνίες… δεν έβγαζαν νόημα. Το πλήρωμα είχε ξυπνήσει… πριν από 58 ημέρες. Αλλά ο ίδιος μόλις τώρα. Τι στο διάολο συνέβαινε; Άρχισε να θυμάται. Μικρά κομμάτια μνήμης. Σκόρπιες εικόνες. Το πλήρωμα ξυπνούσε πριν από αυτόν. Ο καπετάνιος τον κοίταζε. Τα χέρια του είχαν αίμα. Και τότε το κενό. Όχι. Όχι. Αυτές οι αναμνήσεις δεν ήταν αληθινές. Γύρισε απότομα προς το παράθυρο. Το σκοτάδι δεν ήταν ίδιο. Δεν ήταν παγωμένο και στατικό όπως πριν. Αναδευόταν. Έπαιρνε σχήματα που δεν έπρεπε να υπάρχουν. Και τότε, κάτι μέσα σε αυτόν έσπασε. Γιατί δεν έβλεπε πια απλά μια σκιά. Έβλεπε πρόσωπα. Πρόσωπα που δεν έπρεπε να είναι εκεί. Τα πρόσωπα του πληρώματός του. Και τον κοιτούσαν με άδειες, νεκρές εκφράσεις. Και τότε χτύπησαν το τζάμι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ
Ο ήχος δεν έπρεπε να υπάρχει. Ο ήχος δεν ταξιδεύει στο κενό. Αλλά ο Άρης άκουσε το χτύπημα. Αδύναμο. Μακρινό. Σαν κάτι να προσπαθούσε να μπει μέσα. Η αναπνοή του κόπηκε. Κοίταξε το τζάμι ξανά. Οι μορφές ήταν ακόμα εκεί. Αλλά τώρα ήταν πιο κοντά. Το στομάχι του δέθηκε κόμπος. Ήταν πρόσωπα. Όχι ακριβώς ανθρώπινα. Ήταν… αποτυπώματα. Σαν κάποιος να είχε παγιδευτεί μέσα στο ίδιο το γυαλί. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν παραμορφωμένα. Σαν κάποιος να είχε προσπαθήσει να τους σβήσει. Και τότε, ένα στόμα άνοιξε. Όχι πραγματικά. Όχι φυσικά. Μέσα στο τζάμι. Και από εκεί, βγήκε μια φωνή.
“Άρη… γιατί μας άφησες;”
Το μυαλό του ούρλιαζε. Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Αυτό δεν ήταν αληθινό. Όμως ήταν εκεί. Το τζάμι τρεμούλιασε ανεπαίσθητα. Σαν κάτι από την άλλη πλευρά να προσπαθούσε να περάσει μέσα. Ο Άρης ένιωσε κάτι να αναδεύεται στο κεφάλι του. Μια ανάμνηση. Έπρεπε να είχε ξεχαστεί. Έπρεπε να μην ήταν δική του. Αλλά τώρα γυρνούσε πίσω. Ο ίδιος… Όρθιος, μέσα στο σκοτάδι. Το πλήρωμα να τον κοιτάζει. Κάτι να τους τυλίγει. Το είχε αφήσει να τους πάρει. Όχι. Όχι. Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά τότε… γιατί ο καπετάνιος στεκόταν τώρα πίσω από το τζάμι με ανοιχτό στόμα σαν να ουρλιάζει χωρίς ήχο;
ΚΡΑΑΑΚ. Ένα μικροσκοπικό ράγισμα εμφανίστηκε στο τζάμι. Μια ρωγμή… που δεν έπρεπε να είναι εκεί. Ο Άρης έκανε ένα βήμα πίσω. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο πολέμου. Το πλήρωμα δεν ήταν πια άνθρωποι. Το πλήρωμα δεν ήταν πια νεκρό. Το πλήρωμα ήταν κάτι άλλο. Και τώρα, ήθελαν να τον πάρουν μαζί τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ο Ψίθυρος του Κενού
Το “ΚΡΑΑΑΚ” αντήχησε μέσα στο σκάφος. Ο ήχος δεν έπρεπε να υπάρχει στο κενό. Όμως… υπήρχε. Η ρωγμή στο τζάμι άνοιξε ελάχιστα. Και από μέσα της… κάτι κινήθηκε. Δεν ήταν αέρας. Δεν ήταν υλικό. Ήταν κάτι αόρατο. Κάτι που ψιθύριζε. Δεν ήταν ήχος. Δεν ήταν λέξεις. Αλλά ο Άρης μπορούσε να το καταλάβει. Ήταν σαν μια σκέψη που δεν ήταν δική του.
“Είσαι μέρος μας. Πάντα ήσουν. Γι’ αυτό σε αφήσαμε τελευταίο.”
Τα γόνατά του λύγισαν. Το κεφάλι του γύριζε. Η πραγματικότητα άρχισε να διαλύεται γύρω του. Μια σκηνή που δεν έπρεπε να θυμάται. Το πλήρωμα κοιτάζει τον Άρη. Τα μάτια τους αδειανά. Ο καπετάνιος μιλάει.
“Δεν υπάρχει έξοδος. Είμαστε ήδη μέρος του.”
Και τότε, χάνονται μέσα στο σκοτάδι. Αλλά πριν εξαφανιστούν… κοιτάζουν πίσω του. Σαν να υπάρχει κάτι άλλο εκεί. Και τότε, καταλαβαίνει. Ήταν εκείνος που τους έστειλε στο σκοτάδι. Ο Άρης έχασε την ισορροπία του. Το τζάμι τρεμούλιασε ξανά. Η ρωγμή άνοιξε λίγο περισσότερο. Και τότε… το είδε. Στην άλλη πλευρά του γυαλιού. Πίσω από τα παραμορφωμένα πρόσωπα του πληρώματος. Υπήρχε κάτι άλλο. Κάτι τεράστιο. Κάτι που δεν είχε σχήμα. Σαν να ήταν οι ίδιοι οι νόμοι της φυσικής παραμορφωμένοι γύρω του. Σαν το σκοτάδι να είχε συνείδηση. Και ήξερε τον Άρη. Γιατί ο Άρης το είχε καλέσει. Και τώρα… ερχόταν να τον πάρει πίσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ
ΚΡΑΑΑΚ. Η ρωγμή άνοιξε περισσότερο. Ο Άρης έκανε ένα βήμα πίσω. Ο αέρας έγινε πιο βαρύς. Όχι επειδή κάτι έμπαινε. Αλλά επειδή κάτι μέσα του άλλαζε. Ένιωθε το σκοτάδι να απλώνεται μέσα του. Ένιωθε να θυμάται. Και τότε. Οι φωνές επέστρεψαν.
“Άρη, δεν μπορείς να ξεφύγεις. Εσύ το ξεκίνησες αυτό. Γι’ αυτό σε αφήσαμε τελευταίο.”
Το κεφάλι του γύριζε. Και τότε κατάλαβε. Η αποστολή ΙΚΑΡΟΣ… δεν ήταν αποστολή εξερεύνησης. Ήταν κάτι άλλο. Το πλήρωμα δεν είχε εξαφανιστεί. Ο Άρης τους είχε προσφέρει. Ήταν ο μόνος που ήξερε. Ο μόνος που άνοιξε την Πύλη. Ο μόνος που συνεργάστηκε με το σκοτάδι. Και τώρα το σκοτάδι τον καλούσε πίσω. Το τερατώδες σχήμα πίσω από τα αποτυπώματα του πληρώματος άρχισε να παίρνει μορφή. Δεν είχε μάτια. Δεν είχε στόμα. Αλλά ο Άρης το καταλάβαινε. Γιατί ήταν μέρος του. Και τότε, το τζάμι έσπασε εντελώς. Ο Άρης ένιωσε το κενό να τον τυλίγει. Δεν υπήρχε πλέον σκάφος. Δεν υπήρχε πλέον χρόνος. Υπήρχε μόνο το σκοτάδι. Και τότε εγινε ένα με αυτό.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΕΨΗ
Ο Άρης δεν υπήρχε πια. Το σκοτάδι είχε κερδίσει. Αλλά ποιος είπε ότι ήταν ποτέ ξεχωριστά; Η αποστολή ΙΚΑΡΟΣ δεν είχε σκοπό να εξερευνήσει το άγνωστο. Είχε σκοπό να το απελευθερώσει. Και τώρα δεν υπήρχε πια όριο. Μόνο το κενό. Μόνο το απόλυτο τίποτα, που βλέπει τα πάντα.
(c)salonicanews
Σχόλια
Τα σχόλια ελέγχονται πριν από τη δημοσίευση. Απαντάμε σε επώνυμα σχόλια. Διαγράφουμε υβριστικά σχόλια, που μπορεί να προκαλέσουν εισαγγελική παρέμβαση.
Με τη λέξη επαλήθευσης που ζητάμε, προσπαθούμε να αποφύγουμε τα spam και τυχόν ιούς, που θα βλάψουν και το δικό σας υπολογιστή.