Θα περίμενε κανείς ότι η ανακοίνωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την επιβολή έκτακτης φορολογίας, ύψους 33% στα «πολύ υψηλά κέρδη των διυλιστηρίων», θα αντιμετωπίζονταν θετικά μεν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με έντονη επισήμανση πως «για τα υπερκέρδη σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο δεν ειπώθηκε κάτι». Αλλά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κρατούν μόνον το δεύτερο (το ότι η κυβέρνηση, προς το παρόν, δεν ακουμπά τα υπερκέρδη σε ηλεκτρισμό και αέριο) και... απορρίπτει ως επιδοματική πολιτική τη φορολόγηση των διυλιστηρίων!
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο πρωθυπουργός, στη συνέντευξη του, στο ραδιοφωνικό σταθμό Real Fm και τον δημοσιογράφο, Νίκο Χατζηνικολάου, μίλησε για μια «δίκαιη απόφαση λόγω των πολύ υψηλών κερδών ως αποτέλεσμα σημαντικών αλλαγών στην διεθνή αγορά πετρελαιοειδών. Τα έσοδα, που αναμένεται να είναι μικρότερα από τα αντίστοιχα του 2022, κοντά στα 300 εκατομμύρια ευρώ θα κατευθυνθούν στη στήριξη του προϋπολογισμού και ασφαλώς στη στήριξη ευάλωτων ομάδων στο τέλος του έτους και δη εκείνων των χαμηλοσυνταξιούχων, που δεν έχουν δει αύξηση λόγω της προσωπικής διαφοράς», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, που ξεκαθάρισε πως «δεν δημεύουμε τα κέρδη και δεν τιμωρούμε την επιχειρηματικότητα».
Η αντίδραση του προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, Σωκράτη Φάμελλου, σε συνέντευξή του στον ίδιο ραδιοφωνικό σταθμό και τον ίδιο δημοσιογράφο, μπορεί να θεωρηθεί και ως μη αναμενόμενη:
«Το ερώτημα που προκύπτει μετά την εξαγγελία για τη φορολόγηση των υπερκερδών στα διυλιστήρια είναι πότε θα φορολογηθούν τα υπερκέρδη στο ρεύμα, στις τράπεζες και γιατί δεν υπάρχει μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του ΕΦΚ, ενώ την ίδια ώρα οι επαγγελματίες επιστήμονες και μικρομεσαίοι υπερ-φορολογούνται με ένα άδικο χαράτσι. Εμείς καταθέσαμε τροπολογία για να καταργηθεί αυτό το χαράτσι. Θα κλείσουν σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις στην περιφέρεια και οι νέοι επιστήμονες θα φύγουν στο εξωτερικό. Οι φορείς των επιστημόνων, των επαγγελματιών, των μικρομεσαίων μάς έφεραν στοιχεία ότι μπορεί ακόμη και η φορολογία να είναι υψηλότερη από τον τζίρο ενός μικρού μαγαζιού», υπογράμμισε ο Σ. Φάμελλος, θέτοντας το ένα θέμα πίσω από το άλλο και θεωρώντας ότι η φορολόγηση έπρεπε να επιβληθεί έναν χρόνο νωρίτερα κι επιμένοντας στις λύσεις που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η απάντηση ήρθε αργότερα από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλου Μαρινάκη: «η πραγματικότητα λέει ότι η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, για ακόμη μία φορά ―είναι η δεύτερη φορά σε επίπεδο των συγκεκριμένων εταιρειών―  και μία ακόμα φορά, εάν προσθέσει κανείς και τις περιπτώσεις της φορολόγησης των υπερκερδών σε επίπεδο εταιρειών ενέργειας, που προχωράει σε πράξεις και δεν μένει στα λόγια. Γιατί τώρα; Γιατί τώρα αποκρυσταλλώθηκαν τα κέρδη των εταιρειών, των δύο εταιρειών, των δύο διυλιστηρίων. Οι δύο εταιρείες το 2022, όπως λένε τα επίσημα λογιστικά στοιχεία, είχαν κέρδη 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2023, υπολογίζονται τα κέρδη σε 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν και μειωμένα τα φετινά, παραμένουν πολύ πιο υψηλά σε σχέση με πριν την κρίση. Χαρακτηριστικά να σας πω ότι κυμαίνονταν περίπου σε 600 εκατομμύρια ευρώ πριν την κρίση, για τις δύο εταιρείες, άρα από τα 600 πήγαμε στα 2,5 δις πέρυσι και 1,6 δις φέτος. Γιατί 33%; Γιατί 33% είναι ένα ποσοστό που θεωρεί η Κυβέρνηση δίκαιο και θεωρεί και η Ευρώπη δίκαιο, γιατί μια σειρά από χώρες της Ευρώπης, η Γαλλία, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Πορτογαλία, εφαρμόζουν αυτόν τον φορολογικό συντελεστή και όσες εφαρμόζουν λίγο μεγαλύτερους, δεν ξεπερνούν το 40%. Η Ιταλία και η Αυστρία, για να μιλάμε με συγκεκριμένα δεδομένα. Γιατί δεν είναι η μόνη φορολόγηση, γιατί έχουμε την προκαταβολή φόρου, που τη μείωσε η Κυβέρνησή μας -θυμίζω ότι ήταν μέχρι το 2019 100%- αλλά πέραν της προκαταβολής φόρου είναι και ο φόρος των επιχειρήσεων, τον οποίο και αυτόν τον μειώσαμε, αλλά είναι 22%. Άρα, θεωρούμε ότι είναι ένα εύλογο και δίκαιο ποσοστό φορολόγησης, που έρχεται τη χρονική στιγμή που μπορούμε να το κάνουμε, γιατί έχουμε βεβαιωμένα τα λογιστικά στοιχεία», είπε. 
« Το θράσος του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, είναι αδιανόητο», τονίζει ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία σε ανακοίνωσή του.  «Αντί να ζητήσει συγγνώμη για την οικονομική αφαίμαξη των πολιτών, τολμάει να ζητά τον λόγο από τον ΣΥΡΙΖΑ, που έθεσε το ζήτημα της φορολόγησης των υπερκερδών των διυλιστηρίων από την πρώτη στιγμή», αναφέρει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «ο κ. Μαρινάκης εκπροσωπεί μια κυβέρνηση που ευνόησε εδώ και δύο χρόνια αυτή την κατάσταση».
«Και αφού συνετρίβη στην κάλπη των ευρωεκλογών, ο κ. Μητσοτάκης τρέχει να υιοθετήσει το καταφανώς εύλογο μέτρο της φορολόγησης των υπερκερδών, επιχειρώντας μάλιστα να το εμφανίσει και ως πράξη… υπευθυνότητας», τονίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και καταλήγει:
«Ας μη μιλάει λοιπόν ο κ. Μαρινάκης για κοστολόγηση, όταν το μόνο που τον απασχολεί είναι το πολιτικό κόστος. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο κ. Μητσοτάκης αποφεύγει εδώ και καιρό την πρόσκληση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να βρεθούν μαζί για την κοστολόγηση των οικονομικών προγραμμάτων της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης».